Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

erevoktonos: Οι κακοί επιβιώνουν αλλά δεν ευτυχούν

erevoktonos: Οι κακοί επιβιώνουν αλλά δεν ευτυχούν: Κακός δε γίνεσαι, γεννιέσαι και δεν υπάρχει δικαιολογία γι’ αυτό. Υπάρχουν πράγματι άνθρωποι που η ψυχή τους νοσεί. Μόνο μια άρρωστη ψυχή λ...

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

Emeli Sande-My Kind Of Love (greek subs)

Goin' Through - Καλημέρα Ελλάδα | Goin' Through - Kalimera Ellada - Offi...

Tom Odell - Another Love

Άγγελος Εξάγγελος - Σαββόπουλος

ΜΠΛΕ - Τον ίδιο το Θεό (HQ Sound,HD,English Subs,Lyrics) Lory's

Song of the Caged Bird - Lindsey Stirling (Original Song)

Aggele mou - Theodosia Tsatsou

Melanie C - The Moment You Believe (Music Video) (HQ)

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913)

Από τη Βικιπαίδεια
Χάρτης των Βαλκανίων
α) κατόπιν της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου (1913) και
β) μετά την Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913)
Η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) είναι η συνθήκη ειρήνης που συνομολογήθηκε στις 28 Ιουλίου (π.ημερ) / 10 Αυγούστου (ν.ημ.) του 1913 στο Βουκουρέστι, εξ ου και η ονομασία της, μεταξύ των Βασιλείων της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Σερβίας, και του Μαυροβουνίου αφενός και της Βουλγαρίας αφετέρου. Με τη συνθήκη αυτή δόθηκε τέλος στο Β' Βαλκανικό Πόλεμο ακριβώς μετά την ήττα της Βουλγαρίας.

Προηγηθέντα της συνθήκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι διαπραγματεύσεις της διάσκεψης για τη συνομολόγηση της συνθήκης αυτής διεξάχθηκαν στο Βουκουρέστι σ΄ έναν αγώνα προσδιορισμού των νέων συνόρων και ειδικότερα των Σερβο-Βουλγαρικών και των Ελληνο-Βουλγαρικών (στη Θράκη). Πριν όμως της σύγκλησης της διάσκεψης αυτής είχαν προηγηθεί οι ακόλουθες πολιτικές, διπλωματικές και άλλες στρατιωτικές ενέργειες:
  1. Στις 26 Απριλίου (1913) ο Έλληνας Πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος ενημερώνει εγγράφως τον Στογιάν Δάνεφ περί μη ύπαρξης σχετικής συμφωνίας μεταξύ Σερβίας και Ελλάδος δηλώνοντάς του πως γενικά οι Έλληνες επιθυμούν να καταστήσουν την υπό κυριαρχία τους Θεσσαλονίκη ελεύθερο λιμένα και επιπρόσθετα πως αν επιχειρηθεί χωριστή συμφωνία με τη Βουλγαρία οι Έλληνες είναι πρόθυμοι να παύσουν να ενδιαφέρονται για τις Σερβο-Βουλγαρικές διαφορές που αφορούσαν το Μοναστήρι κ.ά. (Σημειώνεται πως την πρόταση αυτή του Βενιζέλου επικαλέσθηκε αργότερα ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός Ιβάν Γκέσωφ σε γαλλόφωνο βιβλίο που εξέδωσε προκειμένου ν΄ αποδείξη ότι η Ελλάδα τότε, στο Βουκουρέστι, δεν απαιτούσε κάνενα ζωτικό συμφέρον στη διανομή της Μακεδονίας).
  2. Παράλληλα όμως ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός Γκέσωφ επιζητούσε πρώτα να επιλυθεί, με τη βοήθεια της ομόθρησκης Ρωσίας, η Σερβο-Βουλγαρική διαφορά προκειμένου στη συνέχεια να μείνη μόνο εκείνη με την Ελλάδα (κατά τις επιστολές Γκέσωφ - Σαζόνωφ).
  3. Την ίδια περίοδο η Αυστροουγγαρία συμβουλεύει τη Βουλγαρία να λάβει υπόψης της την κατάσταση όπως εξελίχθηκε και να προβεί σε θυσίες προκειμένου να φθάσει σε συμφωνία με τη Ρουμανία.
  4. Στο μεταξύ στις 19/30 Μαΐου 1913 υπογράφεται η Συνθήκη Λονδίνου (1913) σύμφωνα με την οποία όλα τα εδάφη δυτικά της "γραμμής Αίνου - Μηδείας", εκτός Αλβανίας, παραχωρούνται στους νικητές, καθώς και κάποια εδάφη της Θράκης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
  5. Διστροπώντας όμως οι Βούλγαροι να εκκενώσουν εδάφη που παραχωρούνταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ο Σουλτάνος διέταξε τον Ισμέτ πασά με τουρκικές δυνάμεις να εισβάλλει στα συγκεκριμένα κατεχόμενα υπό τη Βουλγαρία εδάφη και να ανακαταλάβει αυτά. Ο Ισμέτ πασάς όμως, προήλασε και πέραν της γραμμής Αίνου - Μηδείας καταλαμβάνοντας και την Αδριανούπολη.
  6. Όταν όμως έγινε γνωστό ότι τούρκοι αιχμάλωτοι και μουσουλμανικοί πληθυσμοί σφαγιάζονταν σε αντίποινα από τους Βουλγάρους ο Σουλτάνος απείλησε έναρξη νέου πολέμου. (Σημειώνεται πως αντ΄ αυτού και μετά τη παρούσα συνθήκη ακολούθησαν η διμερής Βουλγαροτουρκική Συνθήκη Κωνσταντινούπολης (1913), και η Ελληνοτουρκική Συνθήκη Αθηνών (1913)).

Εκπρόσωποι των χωρών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληρεξούσιοι εκπρόσωποι επί των διαπραγματεύσεων και οι υπογράψαντες τη συμφωνία ειρήνης, (κατ΄ αλφαβητική σειρά χώρας), ήταν:
  1. Βουλγαρίας: Οι Ντίμιταρ Τόντσεφ (Dimitar Tontschew) - Υπουργός οικονομίας, Ιβάν Φίτσεφ (Ι. Fichev) - Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου από την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, Συμεών Ράντεφ (Radev) - Διπλωμάτης και δημοσιογράφος, ο συνταγματάρχης Στάντσοφ (Stantschow), ο Τέοχαρ Παπάζοφ (Teochar Papazow), διοικητικός δικαστής, Πέταρ Νέτζκοφ (Petar Nejkow), διπλωμάτης, Ιορδάνης Ιβάνοφ, Ατανάς Ιστσίρκοφ (Α. Ischirkow) και ο Ιβάν Στρογκόφ (Strogow).
  2. Ελλάδος: Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Δημήτριος Πανάς, ο Νικόλαος Πολίτης και οι συνταγματάρχες Κ. Πάλλης και Αθανάσιος Εξαδάκτυλος.
  3. Μαυροβουνίου: Ο στρατηγός Σιρδάρ Γιάνκο Βούκοτιτς - Πρωθυπουργός, και ο Jovan Matanovic - Διπλωμάτης
  4. Ρουμανίας: Ο Τίτος Μαγιορέσκου - Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών, ο Alexandru Marghiloman - Οικονομία, ο Πάρτε Ionescu - Ο υπουργός Εσωτερικών, ο Constantin Disescu - Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο στρατηγός Constantin Coandă και ο αντισυνταγματάρχη Christescu
  5. Σερβίας: Ο Νικόλα Πάσιτς - Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών, ο Μιχαΐλο Ristić, ο Miroslav Spalajkovic - Πρέσβης στη Σόφια και ο αντισυνταγματάρχης Μιλάνο Nedić

Οι Μεγάλες Δυνάμεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θέση των Μεγάλων Δυνάμεων όπως αυτή εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της συνδιάσκεψης των Βαλκανικών Βασιλείων στο Βουκουρέστι και ειδικότερα επί των ελληνικών αιτημάτων ήταν η ακόλουθη:
  1. Τόσο πρώτη η Γερμανία όσο και η Γαλλία υποστήριξαν θερμά τις ελληνικές θέσεις και μάλιστα σε βαθμό που η δεύτερη εκ του γεγονότος αυτού να περιέλθει σε διπλωματική ψυχρότητα με τη σύμμαχό της Ρωσία.
  2. Η Ρωσία αντίθετα υποστήριξε θερμά όλα τα αιτήματα της Βουλγαρίας, όπως τη παραχώρηση της Καβάλας κ.ά.
  3. Αλλά και η Αυστροουγγαρία υποστήριξε επίσης τη Βουλγαρία, συγκεκριμένα ο υπουργός εξωτερικών της, κόμης Μπέτερχολντ, εξέφρασε την αδικία σε βάρος της Βουλγαρίας που επειχειρούνταν με την διαρρύθμιση των συνόρων της με την Ελλάδα και Σερβία προβάλλοντας λόγους τόσο εθνολογικούς όσο και οικονομικούς.
  4. Τέλος η Αγγλία και η Ιταλία δεν εναντιώθηκαν αλλά ούτε και υποστήριξαν τα ελληνικά αιτήματα και ιδιαίτερα για τη παραχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία. Αξίζει όμως ν΄ αναφερθεί η διπλωματική στάση της Αγγλίας όπως δηλώθηκε από τον πρέσβη της στον Ρουμάνο πρωθυπουργό και υπουργό των Εξωτερικών Μαγιορέσκου που είχε ως εξής:
"Οποιαδήποτε κι αν είναι η απόφαση της Συνδιάσκεψης αυτής του Βουκουρεστίου, η αγγλική Κυβέρνηση επιφυλάσσει στον εαυτόν της το δικαίωμα της αναθεώρησής της, προς υπεράσπιση των βρεταννικών συμφερόντων".
Επειδή στη θέση αυτή δεν συνέπραξαν το ίδιο και οι πρέσβεις της Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας, αναγκάσθηκε ο άγγλος πρέσβης να σπεύσει και ν΄αποσύρει έγκαιρα τη παράπάνω δήλωσή του ανακοινώνοντας σχετικά στον Μαγιορέσκου.

Η Συνθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) με την άμεση σχετικά συνομολόγηση και υπογραφή της υπήρξε πολύ σημαντική ιδιαίτερα στους Συμμάχους (Ελλάδα, Σερβία και Ρουμανία), δια της οποίας εκτός του ότι ορίσθηκαν τα σύνορα της ηττημένης Βουλγαρίας με τις όμορες σύμμαχες και νικήτριες Χώρες, ταυτόχρονα απετράπη και η όποια ανάμιξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε βαλκανικά πλέον ζητήματα, εκτός από της εκ μέρους της τελευταίας ανακατάληψης της Αδριανούπολης, καθώς και τμημάτων της Ανατολικής Θράκης μέχρι τον ποταμό Έβρο. Πρόσθετα όμως για την Ελλάδα, με τη συνθήκη αυτή άρχισε και να οριστικοποιείται και η ποθητή λύση ενός μεγάλου επίσης ζητήματος του Κρητικού που ακόμα χρονοτριβούσε(¹).
Αν και η συνθήκη αυτή δεν συμπεριέλαβε διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό συνόρων μεταξύ των νικητριών Χωρών εν τούτοις οι κύριες συνέπειες εξ αυτής της ήταν:
  1. Η Σερβία να λάβει υπό τη κυριαρχία της όλη τη Βόρεια Μακεδονία μέχρι τη Ραντοβίτσα και τη Στρώμνιτσα περιλαμβάνοντας το Μοναστήρι και το μεγαλύτερο τμήμα του Βαρδάρη (Βαρντάσκας). Τα δε Ελληνο-Σερβικά σύνορα είχαν όμως καθορισθεί από συνελθούσα ειδική διμερή επιτροπή που συνέταξε ιδιαίτερο πρακτικό το οποίο και είχαν προσυπογράψει, επτά ημέρες πριν, στις 3 Αυγούστου 1913 οι Πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της Σερβίας Ελευθέριος Βενιζέλος και Νικόλα Πάσιτς αντίστοιχα (²).
  2. Τα Ελληνο-Βουλγαρικά σύνορα (οροθετική γραμμή) σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης και του προσαρτημένου στη συνθήκη Πρωτοκόλλου της 17 Αυγούστου (1913) καθορίζονται ανατολικά μεν μεταξύ του όρους Μπέλες και των εκβολών του ποταμού Νέστου στο Αιγαίο, και βόρεια από εγγύς Στρωμνίτσας μέχρι όρους Μπέλες.
  3. Η Ρουμανία μετά την επίθεση που ξεκίνησε η Βουλγαρία, παρασυρόμενη από το πάθος πολεμικής λύσης, είχε εισβάλει στη Βουλγαρία, από την οποία και προσάρτησε τη Βουλγαρική Δομβρουτσά.
  4. Η δε Οθωμανική Αυτοκρατορία επανέκτησε την Αδριανούπολη και τμήματα της Α. Θράκης.
  5. Αλλά και η Βουλγαρία αν και ηττημένη, διατήρησε το Μελένοικο και το Νευροκόπι στη βόρεια Μακεδονία καθώς και τη Δυτική Θράκη, εκτός της Καβάλας. Συνεπώς η Βουλγαρία, από τη Συνθήκη αυτή, εξήλθε πολλαπλά κερδισμένη τόσο σε έκταση, όσο και σε πληθυσμό. Συγκεκριμένα έστω και με τα εδάφη που της απέμειναν από εκείνα που είχε προσαρτήσει στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο έφθανε σε έκταση και πληθυσμό την Ελλάδα (³), υπερβαίνοντας και τη Σερβία.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • (¹) Υπόψη ότι η Κρήτη σύμφωνα με τη Συνθήκη Λονδίνου (1913) είχε παραχωρηθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε όλους τους νικητές του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Με τη συνθήκη Βουκουρεστίου η Βουλγαρία παραιτήθηκε και από κάθε αξίωση επί της Κρήτης.
  • (²) Η Σερβία είχε ήδη αναγνωρίσει τα σύνορα μεταξύ Σερβίας - Ελλάδας από ειδική σερβο-ελληνική επιτροπή με βάση ίδίου Πρακτικού που υπογράφηκε στο Βελιγράδι στις 3 Αυγούστου του 1913, από τους Πρωθυπουργούς Ε. Βενιζέλο και Πάσιτς. Επίσης τα αποκλειστικά δικαιώματα της Ελλάδας επί της Κρήτης, σύμφωνα με το παραπάνω Πρακτικό της ειδικής επιτροπής έλαβε ξεκάθαρη θέση με τη διατύπωση: "...άμα τη αποδοχή της καθορισθείσης οροθετικής γραμμής η Σερβία παραιτείται εκ πάσης επί της νήσου Κρήτης αξιώσεως". Η δε οριοθετηκή γραμμή είχε συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πρωθυπουργών με χειρόγραφη επιστολή, (που βρίσκεται σήμερα στα αρχεία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών), δια της οποίας ορίζονταν τα μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας σύνορα από τις θέσεις που κατείχαν αντίστοιχα τα ελληνικά και σερβικά στρατεύματα στη Μακεδονία.
  • (³) Η συνολική έκταση της Ελλάδας κατά την υπογραφή της Συνθήκης Βουκουρεστίου (1913) από 63.211 τ.χλμ. έφθασε μαζί με τις νήσους του Αιγαίου τα 120.308 τ.χλμ., οι δε κάτοικοι του Βασιλείου της Ελλάδος από 2.631.952 αυξήθηκαν σε 4.718.221.

Παρατηρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το κείμενο της Συνθήκης αυτής, άξια παρατήρησης, είναι τ΄ ακόλουθα σημεία:
  1. Η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) δεν περιελάμβανε άρθρα που να κανονίζουν το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου, (Λήμνου, Χίου, Σάμου κ.λπ.), που κατέχονταν ήδη "De facto" μόνο από την Ελλάδα, χωρίς όμως και να μεριμνήσει περί αυτού άλλη συνθήκη μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Συνέπεια αυτού ήταν οι Τούρκοι εθνικιστές να μην αποδέχονται την ένωση των νήσων αυτών με την Ελλάδα.
  2. Η Ρουμανία κατάφερε με διακανονισμό να λύσει το Κουτσοβλαχικό ζήτημα της Μακεδονίας σύμφωνα με τις απόψεις της, κατά τις οποίες οι τρεις άλλες σύμμαχες Χώρες δέχθηκαν να παραχωρήσουν τόσο εκκλησιαστική όσο και σχολική αυτονομία στους εντός των συνόρων τους Κουυτσοβλάχους και να επιτρέψουν σύσταση ιδιαίτερης ρουμανικής Αρχιεπισκοπής με δικαίωμα επιχορήγησης αυτών από την ρουμανική κυβέρνηση υπό την επίβλεψη της κάθε επιμέρους κυβέρνησης Χώρας.
  3. Γεγονός πάντως ήταν πως με τη Συνθήκη αυτή επισφραγίστηκε η δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδας ή Ελλάδας του Νέστου όπως ονομάστηκε τότε, από Ελλάδα του Σπερχειού (παλαιότερα), αγκαλιάζοντας ένα μεγάλο ποσοστό αλυτρώτου Ελληνισμού.
  4. Η σταθερότητα της Ελλάδας τόσο στη συνθήκη του Βουκουρεστίου όσο και προς τη σύμμαχο Σερβία διαφάνηκε ιδιαίτερα όταν ένα χρόνο μετά, σε σερβική δημοσιογραφική ερώτηση προς τον Ε. Βενιζέλο, (Οκτώβριος 1914), κατά πόσο η Σερβία μπορεί να υπολογίζει στην Ελλάδα σε περίπτωση επίθεσης εκ μέρους της Αυστροουγγαρίας ή της Βουλγαρίας, εκείνος απάντησε: "Εν πάση περιπτώσει η Ελλάς δεν θα ευρεθή εις το εχθρικόν προς την Σερβίαν στρατόπεδον, εάν ο πόλεμος γενικευθεί". Σε άλλη επίσης ερώτηση περί πιθανής πρόκλησης εκ μέρους της Γερμανίας να επιτεθεί στη Σερβία προσκαλώντας και την Ελλάδα με υπόσχεση μεγάλων εδαφικών παραχωρήσεων, ο Βενιζέλος απάντησε χαρακτηριστικά: "Η Ελλάς είναι πάρα πολύ μικρά δια να διαπράξη τόσον μεγάλην αναισχυντίαν".

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος" τ.2ος σ.31 - Γ. Ασπρέα - Αθήναι 1945
  • "Οι Βαλκανικοί Γείτονές μας" σ.100 - Αλ. Κύρου - Αθήναι 1962
  • "Ιστορία της Σερβίας 1800-1918" σ.374, 398. - Δ. Τζώρτζεβιτς - Θεσσαλονίκη 1970
  • "Η Μακεδονία του Αιγαίου και οι Γιουγκοσλάβοι" σ.404, 414 και 646. - Δ. Ζαγκλή - Αθήναι 1975
  • "Διεθνείς Συνθήκες" σ.222-227. - Χαραλ. Γ. Νικολάου - Αθήνα 1996
  • Katrin Boeckh: Από τους Βαλκανικούς Πολέμους στο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μικρά κράτη πολιτικής και εθνικής αυτοδιάθεσης στα Βαλκάνια . Oldenbourg, Μόναχο 1996, ISBN 3-486-56173-1 , Σ 59F.
  • Συμεών Radev , Traian Radev: Konferentsiiata V Bukuresht μπορώ Bukureshtkiiat Mir ΟΤ 1913 (DT.. Η διάσκεψη στο Βουκουρέστι και η ειρήνη του Βουκουρεστίου το 1913 ). Tinapres, Σόφια, 1992, ISBN 978-954-8309-01-1 .

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Wikisource logo
Στη Βικιθήκη υπάρχει υλικό που έχει σχέση με το θέμα:
Commons logo
Τα Wikimedia Commons έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα
  • Karl Adam: Βρετανικό δίλημμα Βαλκανίων. Η βρετανική βαλκανική πολιτική της βοσνιακής κρίσης μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους 1908-1913 , Verlag Δρ Κόβατς, Αμβούργο 2009, ISBN 978-3-8300-4741-4 .
  • Katrin Boeckh: Από τους Βαλκανικούς Πολέμους στο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μικρά κράτη πολιτικής και εθνικής αυτοδιάθεσης στα Βαλκάνια . Oldenbourg Verlag, Μόναχο 1996, ISBN 3-486-56173-1 .
  • Richard C. Hall: Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913. Προοίμιο για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο . Routledge, London 2000, ISBN 0-415-22946-4 .

Συνθήκη του Βερολίνου (1878)

Από τη Βικιπαίδεια, 

Η Νοτιοανατολική Ευρώπη μετά το Συνέδριο του Βερολίνου

Το συνέδριο του Βερολίνου. Πίνακας του Άντον φον Βέρνερ (Anton von Wemer) (1884)

Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης ως υπουργ. εξωτερικών και η ελληνική αντιπροσωπεία· αριστ. ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής τότε πρεσβευτής στο Βερολίνο.[1]
Η Συνθήκη του Βερολίνου ήταν η τελευταία πράξη του Συνεδρίου του Βερολίνου (13 Ιουνίου - 13 Ιουλίου 1878) (ν. ημερολ), που συνήλθε υπό την προεδρία του Γερμανού καγκελάριου Βίσμαρκ με την οποία η Μεγάλη Βρετανία, η Αυστροουγγαρία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ρωσία (επί Τσάρου Αλέξανδρου Β΄) καθώς και η Οθωμανική Αυτοκρατορία (επί Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄), αναθεώρησαν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που είχε προ-συνομολογηθεί βεβιασμένα στις 3 Μαρτίου του ίδιου έτους μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, βασικό δημιούργημα της οποίας ήταν η "Μεγάλη Βουλγαρία". Το σημαντικότερο καθήκον του Συνεδρίου ήταν να αποφασίσει για την τύχη του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας, που είχε ιδρυθεί με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, ακόμη και αν η ίδια η Βουλγαρία είχε αποκλειστεί από τη συμμετοχή στις συνομιλίες παρά τη ρωσική επιμονή.[2]Εκείνη την εποχή, ανύπαρκτη στον παγκόσμιο χάρτη, η Βουλγαρία δεν ήταν υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, ούτε και οι Βούλγαροι. Ο αποκλεισμός αυτός ήταν ήδη καθιερωμένο γεγονός στη Διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης των Μεγάλων Δυνάμεων, που πραγματοποιήθηκε ένα χρόνο νωρίτερα, χωρίς καμία συμμετοχή της Βουλγαρίας. Το πιο αξιοσημείωτο αποτέλεσμα της συνθήκης ήταν η de jure αναγνώριση των de facto ανεξάρτητων κρατών ΡουμανίαςΣερβίας και Μαυροβουνίου.

Πληρεξούσιοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληρεξούσιοι στο Συνέδριο ήταν :

Αποτελέσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Συνθήκη αναγνώρισε επίσημα την ανεξαρτησία των de facto κυρίαρχων πριγκιπάτα της Ρουμανίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, μαζί με την αυτονομία της Βουλγαρίας - αν και η τελευταία στην πράξη λειτούργησε ανεξάρτητα και χωρίστηκε σε τρία μέρη: το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας, την αυτόνομη επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας και τη Μακεδονίας, που επεστράφη στους Οθωμανούς, ανατρέποντας έτσι τα ρωσικά σχέδια για μια ανεξάρτητη - και ρωσόφιλη - "Μεγάλη Βουλγαρία". Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου είχε δημιουργήσει ένα Βουλγαρικό κράτος, που ήταν ότι ακριβώς φοβόντουσαν περισσότερο η Μεγάλη Βρετανία και η Αυστροουγγαρία.[3]
Το Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας είχε βόρεια όρια τον Δούναβη και νότια τον Αίμο. Η Ανατολική Ρωμυλία (νοτίως του Αίμου) αποτελούσε ξεχωριστή επαρχία με χριστιανό διοικητή διοριζόμενο από τον Σουλτάνο. Στην επαρχία αυτή αποκλειόταν η διατήρηση τουρκικών στρατιωτικών μονάδων. Οι δε ελληνική, βουλγαρική και τουρκική γλώσσες θεωρούνταν ισότιμες. Σε όποιες άλλες επαρχίες της Ευρωπαϊκής Τουρκίας υφίσταται ισχυρό χριστιανικό στοιχείο υποχρεώνεται ο Σουλτάνος να εισαγάγει "διοικητικές μεταρρυθμίσεις".
Η Συνθήκη του Βερολίνου επικύρωσε το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών κερδών σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ορίζονταν στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αν και η κοιλάδα του Aλασκέρτ και η πόλη Ντογκουμπαγιαζίντ επεστράφησαν στους Οθωμανούς.
Παρά τις εκκλήσεις των Ρουμάνων συνέδρων, η Ρουμανία αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη νότια Βεσσαραβία στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Ως αποζημίωση, η Ρουμανία έλαβε τη Δοβρουτσά, συμπεριλαμβανομένου του Δέλτα του Δούναβη. Η Συνθήκη περιόριζε επίσης τη ρωσική κατοχή της Βουλγαρίας σε 9 μήνες, χρόνος μέσα στον οποίο τα ρωσικά στρατεύματα και εφόδια μπορούσαν να αποχωρήσουν μέσω του ρουμανικού εδάφους.
Τα τρία νέα ανεξάρτητα κράτη, στη συνέχεια αυτοανακηρύχθηκαν βασίλεια: η Ρουμανία το 1881, η Σερβία το 1882 και το Μαυροβούνιο το 1910, ενώ η Βουλγαρία κήρυξε την πλήρη ανεξαρτησία της το 1908 μετά από τη συνένωση με την Ανατολική Ρωμυλία το 1885. Η Αυστροουγγαρία προσάρτησε τη Βοσνία το 1908, πυροδοτώντας μια μεγάλη ευρωπαϊκή κρίση .
Η Συνθήκη του Βερολίνου αναγνώριζε ειδικό νομικό καθεστώς για ορισμένες θρησκευτικές ομάδες. Χρησίμευσε επίσης ως πρότυπο για το Σύστημα των Μειονοτήτων, που στη συνέχεια καθιερώθηκε στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών. Όριζε ότι η Ρουμανία αναγνωρίζει τους μη Χριστιανούς (Εβραίους και Μουσουλμάνους) ως πολίτες με πλήρη δικαιώματα.
Σε ό,τι αφορά το ελληνικό ενδιαφέρον, η συνθήκη μιλούσε αόριστα για συνοριακή διόρθωση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που υλοποιήθηκε μετά από μακρές διαπραγματεύσεις το 1881 με την παραχώρηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Επίσης αποδόθηκε η Κύπρος στη Μεγάλη Βρετανία και αποφασίστηκε η παραχώρηση αυτοδιοίκησης, με σύνταγμα και αυτονομία, στην Κρήτη, τελούμενη υπό την Υψηλή Πύλη, για την οποία και ακολούθησε η Συμφωνία της Χαλέπας τρεις μήνες αργότερα.
Στο "Εγκύκλιο του Σώλσμπερι", της 1ης Απριλίου 1878, ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών, Μαρκήσιος του Σώλσμπερι, κατέστησε σαφείς τις αντιρρήσεις του ίδιου και της κυβέρνησής του για τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και την ευνοϊκή θέση που χάριζε στη Ρωσία. Ο ιστορικός A. Τ. Π. Tέιλορ έγραψε: ". Αν η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου είχε διατηρηθεί, τόσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και η Αυστροουγγαρία μπορεί να είχαν επιζήσει μέχρι σήμερα. Οι Βρετανοί, εκτός από το Ντισραέλι στις χειρότερες στιγμές του, ανέμεναν λιγότερα και επομένως απογοητεύτηκαν και λιγότερο . Ο Σώλσμπερι έγραψε στα τέλη του 1878: "θα συστήσουμε ένα ετοιμόρροπ είδος Τουρκοκρατίας και πάλι στα νότια Βαλκάνια. Αλλά είναι μια απλή ανάπαυλα. Δεν τους έχει πια απομείνει ζωτικότητα.
Το Βιλαέτι του Κοσσυφοπεδίου παρέμεινε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην Αυστροουυγγαρία επετράπη να σταθμεύει στρατιωτικές φρουρές στο Οθωμανικό Βιλαέτι της Βοσνίας και στο Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ. Το Βιλαέτι της Βοσνίας τέθηκε υπό Αυστροουγγρική κατοχή, αν και επισήμως παρέμενε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι που προσαρτήθηκε από την Αυστροουγγαρία το 1908. Οι Αυστροουγγρικής φρουρές στο Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ αποσύρθηκαν το 1908, μετά την προσάρτηση του Βιλαετιού της Βοσνίας και τη Βοσνιακή κρίση που ακολούθησε, προκειμένου να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (η Οθωμανική κυβέρνηση είχε εμπλακεί σε εσωτερικές διαμάχες λόγω της Επανάστασης των Νεοτούρκων το 1908, που άνοιξε το δρόμο για την απώλεια της Βοσνίας και της Βουλγαρίας τον ίδιο χρόνο.)

Η Συνθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Συνθήκη του Βερολίνου του 1878 που συνομολογήθηκε και υπεγράφη την τελευταία ημέρα του εν λόγω συνεδρίου στις 1 Ιουλίου (π.ημερολ.) / 13 Ιουλίου του 1878 (ν. ημερολ.) περιλαμβάνει τελικά 62 άρθρα. Εξ αυτών τα 1 – 12 και 22 αφορούν την Βουλγαρία. Τα άρθρα 13 – 21 αναφέρονται στην Ανατολική Ρωμυλία. Το άρθρο 23 αναφέρεται στην Κρήτη, ενώ το άρθρο 24 στη νέα χάραξη ελληνοτουρκικών συνόρων. Το άρθρο 25 αναφέρεται στην Βοσνία Ερζεγοβίνη, ενώ τα επόμενα 26 – 33 στο Μαυροβούνιο. Τα άρθρα 34 – 42 στη Σερβία ενώ τα 43 – 51 στη Ρουμανία. Τα άρθρα 52 – 57 αφορούν την ελευθεροπλοΐα του Δούναβη καθώς και θέματα αλιείας. Με τα άρθρα 58 – 60 καθορίσθηκαν τα σύνορα μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας με παράλληλη παραχώρηση εδάφους της Τουρκίας στην Περσία. Το 61ο άρθρο αναφέρεται στην Αρμενία, ενώ το ακροτελεύτιο 62ο άρθρο καθιερώνει γενικές αρχές επί των θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων, την προστασία του Αγίου Όρους και των προνομίων του.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Georges Castellan, Ιστορία των Βαλκανίων: XIV-XX αι.Παρίσι (1999)
  • Κ. Παπαρρηγόπουλος "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους" τομ.7ος, σελ.415.